- ασουβάντιστος
- και -βάτιστος και ασοβάντιστος, -φάντιοτος, -η, -οεκείνος που δεν είναι περασμένος, που δεν έχει σκεπαστεί με σουβά, με ασβεστοκονίαμα, που δεν έχει δηλαδή σοβατιστεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασοβάντιστος — ασοβάντιστος, η, ο και ασουβάντιστος, η, ο αυτός που δε σουβαντίστηκε, δεν καλύφτηκε με σουβά (ασβεστοκονίαμα): Το σπίτι το ’χαν ακόμη ασουβάντιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)